- ὕποχος
- ὕποχος, ον, ([etym.] ὑπέχω)A subject, under control,
θεοῖς X.An.2.5.7
; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου his subjects or officers, A.Pers.24 (anap.).2 = ἔνοχος, liable to,ἐξωλείας D.57.53
;ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος IG5(2).357.92
([place name] Stymphalus); responsible for,διανοίας Ph. 1.429
;πλημμελείας PLit.Lond.138 viii 31
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.